-
1 παγ-κοίρανος
παγ-κοίρανος, Alles beherrschend, ϑεὰ παγκοίρανε ϑήρης, Opp. Cyn. 4, 21.
-
2 παγκοίρανος
παγ-κοίρᾰνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκοίρανος
См. также в других словарях:
παγκοίρανος — παγκοίρανος, ον (Α) αυτός που είναι απόλυτος κύριος, εξουσιαστής όλων («θεὰ παγκοίρανε θήρης», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κοίρανος «δεσπότης, κύριος» (πρβλ. πολυ κοίτανος)] … Dictionary of Greek